κωφά — κωφός blunt neut nom/voc/acc pl κωφά̱ , κωφός blunt fem nom/voc/acc dual κωφά̱ , κωφός blunt fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφάν — κωφά̱ν , κωφός blunt fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφάς — κωφά̱ς , κωφός blunt fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφός — ή, ό (Α κωφός, ή, όν) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ. β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.) 2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ … Dictionary of Greek
ТЕАТРАЛЬНЫЕ ПРЕДСТАВЛЕНИЯ — • Ludi scaenici. Т. представления в древности, как в Афинах, так и в Риме, не были в частных руках; ими заведовало государство, хотя исполнение в каждом отдельном случае предоставлялось частным лицам. В Афинах представления трагедий и … Реальный словарь классических древностей
ДОРИФОРЕМА — • Δορυφόρημα, собирательное имя, которым обозначали свиту, сопровождавшую главных действующих лиц на греческой сцене и состоявшую из телохранителей (δορυφόροι), статистов (κωφα πρόσωπα, κενα πρόσωπα) И т. п … Реальный словарь классических древностей
Schauspielkunst — Schauspielkunst, ist die Kunst der sinnlichen Darstellung dramatischer Gedichte durch lebendige Menschen (Schauspieler, im Gegensatz zu Marionetten, s.d.), welche die in dem Drama vorkommenden Personen sprechend u. handelnd darstellen. Die S.… … Pierer's Universal-Lexikon
глоухыи — (60) пр. 1. Глухой, не обладающий способностью слышать: Глѹхъ же сы и слѣпъ. да не бываѥть еп(с)пъ (κωφός) КЕ XII, 19б; Иже сродника імать. или глуха или нѣма. і безумна… не можеть іхъ наслѣдити. (κωφόν) КР 1284, 313г; посла Батыи к Михаилу кнѩзю … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
κωφαλαλία — Ταυτόχρονη έλλειψη της ακοής και της φωνής. Ανάλογα με τα αίτια που την έχουν προκαλέσει, η κ. διακρίνεται σε συγγενή, βρεφική και επίκτητη. Οι δύο πρώτες έχουν σχέση με βλάβη της ακοής. Η βλάβη αυτή εμποδίζει την ικανότητα αντίληψης των ήχων και … Dictionary of Greek